- Ἀσωπίας
- Ἀσωπίᾱς , Ἀσωπίηfem acc pl (doric)Ἀσωπίᾱς , Ἀσωπίηfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλωεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Ασωπίας, σύζυγος της Ιφιμέδειας, η οποία απέκτησε από τον Ποσειδώνα δύο γιους, τον Ώτο και τον Εφιάλτη. Ο Α. τους ανέθρεψε σαν να ήταν δικά του παιδιά (Αλωάδαι) και μεγάλωσαν τόσο γρήγορα ώστε έγιναν… … Dictionary of Greek
Θηβών και Λεβαδείας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τη Λιβαδειά. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 109 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 130 κληρικοί. Στην περιφέρειά της λειτουργούν τα ανδρικά μοναστήρια Οσίου Λουκά (10ος αι., Στείρι Βοιωτίας), Σαγματά (12ος αι., Ύπατο Θηβών) … Dictionary of Greek